- φείδεται
- φείδομαιsparepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν … Dictionary of Greek
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek
Λουκίλιος — (Gaius Lucilius, Καζέρτα 180 – Νάπολη 103/2 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο θεμελιωτής της ρωμαϊκής σάτιρας. Καταγόμενος από οικογένεια ευγενών, διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Ρώμη. Υπήρξε φίλος του Σκιπίωνα Αιμιλιανού, ενώ… … Dictionary of Greek
Νέβιος, Γναίος — (Gnaeus Naevius, Καμπανία περ. 275 – Ουτίκη 201 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Πνεύμα ανεξάρτητο και χωρίς προκαταλήψεις, έγραψε δύο τραγωδίες praetextae (δηλαδή ρωμαϊκού περιεχόμενου), Romulus και Clastidium, και άλλες με ελληνικό μυθολογικό θέμα.… … Dictionary of Greek
φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)